- εὔπορον
- εὔποροςeasy to passmasc/fem acc sgεὔποροςeasy to passneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
UBER — Becmanno a succo, ὕειν, unde uligo ab ὕλη Aliis ab δ᾿´φορον et εὔπορον: Nonnullis ab Aeolico οὖφαρ, quod communiter οὖθαρ, ut οὖθαρ ἀρούρης, apud Homer. Il. 1. v. 141. quod uber glebae Virg. l. 1. Aen. v. 535. uber soli Solinus exponunt. Vide… … Hofmann J. Lexicon universale